παντρολογώ

παντρολογώ
-έω και -άω
1. διαπραγματεύομαι τη σύναψη γάμου μεταξύ δύο προσώπων, προξενεύω
2. μέσ. παντρολογιούμαι και παντρολογιέμαι και παντρολογούμαι
επιδιώκω να παντρευτώ, ψάχνω να βρω σύζυγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντρειά + -λογώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παντρολογώ — παντρολόγησα, παντρολογήθηκα 1. συζητώ για γάμο, προξενεύω: Το παιδί είναι μικρό ακόμα, μα οι γονείς του το παντρολογούν. 2. μέσ.,  παντρολογιέμαι και παντρολογιούμαι ζητώ να παντρευτώ, ή με προξενεύουν άλλοι: Χρόνια τώρα παντρολογιέται κι ακόμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • πανδρολογώ — βλ. παντρολογώ …   Dictionary of Greek

  • παντρολογήστρα — η γυναίκα που κάνει συνοικέσιο, η προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παντρολογησ , πρβλ. αόρ. παντρολόγησ α, τού παντρολογώ + κατάλ. τρα (πρβλ. προξενή τρα)] …   Dictionary of Greek

  • παντρολόγημα — το [παντρολογώ] (ιδίως στον πληθ.) τα παντρολογήματα οι συζητήσεις για σύναψη γάμου, τα προξενέματα …   Dictionary of Greek

  • παντρολογάω — (σπάν. παντρολογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), παντρολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”