παντρολογώ — παντρολόγησα, παντρολογήθηκα 1. συζητώ για γάμο, προξενεύω: Το παιδί είναι μικρό ακόμα, μα οι γονείς του το παντρολογούν. 2. μέσ., παντρολογιέμαι και παντρολογιούμαι ζητώ να παντρευτώ, ή με προξενεύουν άλλοι: Χρόνια τώρα παντρολογιέται κι ακόμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
πανδρολογώ — βλ. παντρολογώ … Dictionary of Greek
παντρολογήστρα — η γυναίκα που κάνει συνοικέσιο, η προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παντρολογησ , πρβλ. αόρ. παντρολόγησ α, τού παντρολογώ + κατάλ. τρα (πρβλ. προξενή τρα)] … Dictionary of Greek
παντρολόγημα — το [παντρολογώ] (ιδίως στον πληθ.) τα παντρολογήματα οι συζητήσεις για σύναψη γάμου, τα προξενέματα … Dictionary of Greek
παντρολογάω — (σπάν. παντρολογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), παντρολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής